επιρρευματισμός

επιρρευματισμός
ἐπιρρευματισμός, ὁ (AM)
ρεύμα, συρροή κακοχυμίας (νοσηρών χυμών) σ’ ένα τραύμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιρρευματισμός — flow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρευματισμόν — ἐπιρρευματισμός flow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”